ἀθηρᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθηρᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀθηρᾶτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀθ-θηρᾶτος Κάρπ.(Ἔλυμπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀθήρι.
Σημασιολογία
Ὁ κατεσκευασμένος ἐκ σταφυλῆς τοῦ εἴδους τοῦ καλουμένου ἀθήρι, ἐπὶ οἴνου: ᾎσμ. Μάννα, σὰν ἔρτ’ ὁ Κωσταντῆς, καλοπηλόγιˬασέ του, στρῶσε του τάβλα νὰ ᾽ευτῇ, ᾿ῶσ’ του κρασὶ ἀθ-θηρᾶτο. (στρῶσε τραπέζι νὰ γευθῇ, δῶσε του κτλ.). Συνών. ἀθήρης, ἀθήρι 2, ἀθηριˬανός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA