ἀγάπισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγάπισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγάπισμα τό, Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγαπίζω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀγαπῶ.
Σημασιολογία
Συνδιαλλαγή, συμφιλίωσις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA