ἀδικαιολόγητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδικαιολόγητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδικαιολόγητος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀδικαιολόγητος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ δικαιολογούμενος ἢ ὁ μὴ δικαιολογηθείς: Εἶσαι ἀδικαιολόγητος, ἔπρεπε νά ᾿ρθῃς!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA