ἀδικεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδικεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀδικεύω Ἤπ. Νάξ. Νίσυρ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) Σύμ. ἀδικεύου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀδικεύγω Νάξ. (Φιλότ.) ἀδιτσεύγω Μέγαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄδικος. Ὅτι ἡ λ. πιθανῶς καὶ μεσν. μαρτυρεῖ τὸ οὐσ ἀδίκευσις παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2,29,26 (ἔκδ. AMeineke). Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ., παρ’ ᾧ καὶ ἀδικεύγω.
Σημασιολογία
Προξενῶ ἀδικίαν, ἀδικῶ ἔνθ’ ἀν.: Βρὲ ἀδερφέ, κάθε χρόνο μ’ ἀδικεύγεις Φιλότ. Μὴ μ’ ἀδιτσεύγῃς τσαί δὲν τό ’καμα ᾿γὼ Μεγαρ Τ’ ἀδίκεμαν ντ’ ἐδίκεψές με κἀμμίαν ᾿κὶ θ᾿ ἀνασπάλλ’ ἀτὸ (τὴν ἀδικίαν, τὴν ὁποίαν μὲ ἠδίκησες, ποτὲ δὲν θὰ τὴν λησμονήσω) Κερασ. || Φρ. Ἀδιτσία νὰ σοῦ ’ρθη, ὅπως μ’ ἀδίτσεψες (ἀρὰ) Μεγαρ || Παροιμ. Ἀδίκιβι τοὺ φτουχό, ἀγνάντιβι κὶ κατὰ τοὺ Θιὸ (ἀδικῶν ἔχε ὑπ’ ὄψιν, ὅτι ἔστι δίκης ὀφθαλμὸς) Αἰτωλ. || ᾎσμ. Θεὲ μεγαλοδύναμε, σ’ ἐμέν ἦτο νὰ βλέψης νὰ πάρῃς τὸν καλόν μου γιˬὸν γιˬὰ νὰ μὲ ἀδικέψῃς! Νίσυρ. Κιˬ ἀδίκεψέ με τὴ φτωχή κ᾿ ἐμέν καὶ τὰ πουλλιˬά μου Ἤπ. Πβ. ἀδικιˬάζω, ἀδικῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA