ἀδικητὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδικητὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀδικητὴς ὁ, Ζάκ. Ἰθάκ. Ἰων. (Σμύρν) Κέρκ. Κρήτ. Κωνπλ. Πελοπν. (Λάστ. Πάτρ.) Χίος κ.ἀ.-ΚΠαλαμ. Πεντασύλλ. 43

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀδικητής.

Σημασιολογία

Ὁ ἀδικῶν, ἄδικος ἔνθ’ ἀν.: Γιὰ νά ’χῃ κἀνεὶς πρέπει νά ’ναι ἀδικητὴς Κέρκ. || ᾊσμ. Ἀρνήθηκες, ἀδικητή, ποῦ νὰ σὲ βρῇ τὸ κρῖμα καὶ νὰ σὲ φάῃ θάλασσα, τῆς Μπαρμπαριˬᾶς τὸ κῦμα! Κρήτ. Κωνπλ. Σμύρν. Ὦ ἔρωτα, περήφανε, ἀδικητὴ καὶ ψεύτη! Χίος Ἔρωτα ψεύτη, φοβερέ, ἀδικητὴ καὶ πλάνε! Κρήτ. Ὁ Χάρως εἶν’ ἀδικητής, εἶναι κρυφὸς κουρσάρος Ἰθάκ. Μ’ ἐφίλησες, ἀδικητή, | ποῦ νὰ σὲ ’δῶ ᾿ς τὴ φυλακή! Πάτρ.-Ποίημ. Βασιλεύει ὁ ἥλιˬος καὶ κοκκινίζει σάμπως ντροπιˬασμένος ἀδικητὴς ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/