ἀδικηˬωρισμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδικηˬωρισμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδικηˬωρισμένος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς φρ. ἄδικη ὥρα.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον καταρᾶταί τις, ὅπως τοῦ ἔλθῃ κακὴ ὥρα: Τρεῖς ὧρες εἶ’ bοῦ τὸ διˬαβάζω τὸ ἀδικηˬωρισμένο, μὰ δὲ bανίζει καθόλου (bανίζει ἐννοεῖ). Πβ. κακοχρονισμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA