ἀδικία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδικία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Τυπολογία

ἀδικία ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ κ. ἀ.) ἀδικίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀδιτσία Μέγαρ. Τσακων κ. ἀ. ἀδικιˬὰ Βιθυν. Ζάκ. Θρᾴκ. (Κομοτ.) Κρήτ. Παξ. Πελοπν. (Λάκων) κ.ἀ. ἀδ’κιˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν. Κομοτ. Μάδυτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀικιˬὰ Χίος

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀδικία.

Σημασιολογία

1) Τὸ πράττειν τὸ ἄδικον ἀπολύτως, ἀντίθ. δικαιοσύνη σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Εἶναι μεγάλη ἀδικία. Ὁ Θεὸς δὲ θέλει τὴν ἀδικία σύνηθ. || Παροιμ. Ἀδικία ᾿ς σὸν οὐρανὸν κράζ’ καὶ πάει (ἡ ἀδικία κράζει καὶ πηγαίνει εἷς τὸν οὐρανόν. Ὅτι μέγα κακὸν ἡ ἀδικία γινόμενον ἀμέσως γνωστὸν εἰς τὸν Θεὸν) Χαλδ. 2) Πρᾶξις παρὰ τὸ δίκαιον συνήθως πρὸς πλουτισμόν, ἀδίκημα κοιν.: Ἐπλούτησε ἀπὸ ἀδικίες κοιν. || Παροιμ. Τῆς ἀδικιˬᾶς τὸ γέννημα σὲ ποντισμένο μύλο (τὰ ἀδίκως ἀποκτήθέντα κέρδη δὰ ἑξαφανισθοῦν καθ’ἣν στιγμὴν ἐλπίζει ὀ ἅρπαξ καὶ πλεονέκτης ὅτι θὰ καρπωθῇ ταῦτα. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,324 κἑξ.) πολλαχ. Τῆς ἀδικίας τὸ φλωρὶ ἔτσι τὸ θέλ’ ὁ νόμος ποτὲ νὰ μὴν τὸ χαίρεται δεύτερος κληρονόμος Ζάκ. 3) Βλάβη, κακόν τι Κρήτ. κ.ἀ.: Ἀδικιˬὰ νὰ σοῦ ’ρθῃ! (ἀρά) 4) Ἀπόδοσις εἴς τινα ἀδίκου πράξεως, συκοφαντία Βιθυν. Θρᾴκ. (Αἶν. Κομοτ. κ.ἀ.) Μέγαρ. Πελοπν.: Ἀδικιὰ μοῦ ’βγανε (μὲ ἐσυκοφάντησε) Βιθυν. Ἀδικιˬά μου τοῦ καηˬμένου! Δὲν ἔχω εἴδησι ἀπὸ ὅσα μοῦ λένε (συκοφαντικῶς ἀπεδόθη μοι πρᾶξις) Πελοπν. Ἀδιτσία, ἐνή, ποῦ μ’ εὕρητσε! Μέγαρ. || ᾎσμ. Βαρε͜ιὰ ἀδικιˬὰ μὶ ρίξανι πῶς φίλησα κουρίτσι Κομοτ. Συνών. ἀβανιˬά. 5) ᾿Επιρρηματ. ἀδίκως, ἀναξίως Παξ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Πῆε ἀδικιˬά (ἀδίκως ἐφονεύθη) Παξ. Τὄπισι ἀδ’κιˬὰ αὐτὴ ἡ ’ναῖκα (ἀναξίως τοῦ ἐδόθη, δὲν τοῦ ἔπρεπε) Αἰτωλ. Πβ. ἀδίκημα, ἄδικο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/