ἀδικιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδικιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀδικιˬάζω Πελοπν. (Ἀρκαδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀδικίζω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀδικῶ, κατὰ τὰ πολλὰ εἰς -ιˬάζω.
Σημασιολογία
Ἀδίκως καὶ ἀτόπως ἀποδίδω εἴς τινα γενόμενον κακόν: Τὸν ἀδίκιˬαζα χωρὶς νὰ μοῦ φταίῃ. Μὴ μ᾿ ἀδικιˬάζῃς ἐμένα. Πβ. ἀδικεύω, ἀδικῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA