ἀδικοβάλλω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδικοβάλλω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀδικοβάλλω πολλαχ. ΝΠολιτ Παραδ 1,189 ΔΣολωμ.60 ἀδικοβάνω Ζάκ. Κέρκ. Παξ ἀδικοβάνου Ἤπ. ἀδικοβάζω ΓΞενοπ. Θέατρ. 1,235.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄδικα καὶ τοῦ ρ. βάλλω, παρ’ ὃ καὶ βάνω, βάζω.
Σημασιολογία
1) Ψευδῶς κατηγορῶ, διαβάλλω, συκοφαντῶ ἔνθ’ ἀν. Ἡ μητρυιά της τὴν ἀδικόβαλε πῶς ἔφαγε ἕνα καρβέλι ΝΠολίτ. ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Κ’ ἔλεε, πότε ἔρχεσαι πάλι | καὶ δὲν εἶναι ἀληθινὸ πῶς μᾶς εἶχε ἀδικοβάλει | μὲ βρισιˬὲς καὶ μὲ θυμὸ ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ἀδίκως ὑποπτεύομαι ἔνθ’ ἀν.: Κ’ ἐγὼ ἀδικόβαζα τὸν καηˬμένο μου τὸν Μενέλαο ΓΞενοπ. ἔνθ’ ἀν. Πβ. ἀδικοβγάζω, ἀδικοβγάλλω, ἀδικοκολλῶ, ἀδικοκρίνω, ἀδικολέγω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA