ἀθὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀθὶ ὁ, Τσακων. ἀιθὶ Τσακων. Θηλ. ἀθιˬὰ Τσακων. ἀιθιˬὰ Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀδελφεὸς κατὰ ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 37 (1925) 3 κἑξ. (κατὰ Pernot Phonét. des parlers de Chio 321 κἑξ. ἐκ τοῦ ἀδελφιˬὰ θηλ. τοῦ ἀδελφός, κατὰ Comparetti, ἐν Kuhn’s Zeitschr. 8,139 ἐκ τοῦ παρ’ Ἡσυχ. ἀπφία, κατὰ ΜΔέφνερ Λεξ. ἐκ τοῦ ἀθροιστ. ἀ- καὶ τῆς μετοχ. φύς).

Σημασιολογία

᾿Αδελφός: Τότε νι’ ἀθιˬὰ ἐπέτζε (τότε ἡ ἀδελφὴ εἶπε). Μάθε τζαὶ γιˬὰ τὸν ἀθί ντι τὸ δεῖνα νι’ ἄγκανε οἱ κρέφτοι οἱ βάννοι (μάθε καὶ διὰ τὸν ἀδελφόν σου τὸν δεῖνα, τοῦ ἐπῆραν οἱ κλέπται τ᾽ ἀρνία). || Φρ. Σὰν ἀθοίνε (ὥσπερ ἀδελφοί). ὰν ούχα τοῦ ἀθί μι! (εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀδελφοῦ μου! Ὅρκος) || ᾎσμ. Ὥς νὰ μόλῃ ἀφέγκη σι | τζιˬ ὁ ἀθὶ τᾶ μάτη σι νά νι φέρῃ τὰ καούδιˬα, | τὰ νυρίζοντα λουλούδιˬα (ἕως νὰ ἔλθῃ ὁ πατήρ του καὶ ὁ ἀδελφὸς τῆς μητρός του νὰ τοῦ φέρῃ τὰ καλούδια, τὰ μυρίζοντα ἄνθη. Βαυκάλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/