ἀθιˬάκιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθιˬάκιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀθιˬάκιν τό, Κύπρ. -Λεξ. Λεγρ. ἀθιˬάτιν Κύπρ. ἀθκιˬάτιν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Πυρίτης λίθος, πυρόλιθος, ὅστις ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ ἀναδίδῃ σπινθῆρας διὰ κρούσεως, εἶναι δὲ λίαν αἰχμηρὸς καὶ ἔχει τέμνουσαν ἀκμὴν καὶ διὰ τοῦτο ἐντίθεται ὑπὸ τὰς τυκάνας πρὸς ἁλώνισμα ἔνθ’ ἀν.: Ἔχασα τ᾿ ἀθιˬάτιν τ’ ᾿ὲν ἔχω νὰ πυρκοολήσω (ἐκπέμψω πῦρ) Κύπρ. Τσάκ-κισε ᾿ποὺ τὴν δουκάνην ἀθκιˬάτιˬα ταὶ -ίσε τὰ ’φκιˬά σου νὰ γιˬάνῃς ᾿ποὺ τὸν πονοτέφαλον αὐτόθ. || Φρ. ᾿Αθκιˬάτιν νὰ πατήσῃς ταὶ τὸ πόδιν του νὰ ίσῃς! (ἀρὰ) αὐτόθ. Μεταφ. ἐπὶ παντὸς σκληροῦ πράγματος: Τὸ τυρίν μου ᾿ποὺ μέσα ἔν᾿ ἀθκιˬάτιν αὐτόθ. Ἔν᾿ ἀθιˬάτιν τοῦντο μῆλον αὐτόθ. Συνών. ἀθιˬακόπετρα, ἀθιˬακόρροτσος, στουρναρόπετρα, τουφεκόπετρα, τσακμακόπετρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA