ἀθιˬακούδιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθιˬακούδιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀθιˬακούδιν τό, Κύπρ. ἀθκιˬακούδιν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀθιˬάκιν.
Σημασιολογία
Μικρὸς πυρίτης λίθος: Ἐχτύπησεν τὸ πυρκόλον πά ᾿ς τὸ ἀθκιˬακούδιν γιὰ ν᾿ ἅψῃ τὸν τσιάρον του (πυρκόλος=πυριοβόλος). Μεταφ. ἐπὶ σκληροῦ πράγματος. ’Αθιˬακούδιν ἔνι τὸ πρᾶμαν της!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA