ἀθιβολεύω (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθιβολεύω (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀθιβολεύω (ΙΙ) Κύθηρ. Κύθν. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Χίος κ.ἀ. ἀθιβολεύγω Κρήτ. Χίος

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀθιβολή. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) ᾿Αμφιβάλλω Κύθν. Πελοπν. (Λακων.): ᾿Αθιβολεύω ᾿γὼ γιˬ᾿ αὐτὸ τὸ πρᾶμα Λακων. ᾿Αθιβολεύω ἂν εἶναι πεˬὸ παλληκάρι ἀπὸ μένα Κύθν. 2) Ὁμιλῶ, διαλέγομαι, συζητῶ πρός τινα Κύθηρ. Πελοπν. (Μάν.) Χίος κ.ἀ. 3) ᾿Αναφέρω, μνημονεύω τινὸς ἀπόντος Κρήτ. Πβ. ἀθιβάλλω, ἀμφιβάλλω, ἀναθιβάλλω, ἀναθιβολεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/