ἀθιβολία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθιβολία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀθιβολία ἡ, Πελοπν. (Λακων.) ἀθ-θιβολία Κῶς Σύμ.
Ετυμολογία
Ἴσως ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμφιβολία. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀθιβάλλω.
Σημασιολογία
᾿Αμφιβολία ἔνθ’ ἀν.: Ἔχω ἀθιβολία γιˬ᾿ αὐτὸ Λακων. Πβ. ἀθιβολή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA