ἄθλιος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄθλιος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄθλιος ἐπίθ. κοιν. ἄθλιους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἄχλιος ᾿Αθῆν. Αἴγιν. Ἤπ. Κέρκ. Παξ. Πελοπν. (Μεγαλόπ. Σουδεν.) κ.ἀ ἄχλιους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄθλιος.

Σημασιολογία

᾿Ελεεινός, οἰκτρὸς ἔνθ’ ἀν.: Τοὺν ἔκαμις σὺ ἰλιεινὸν κὶ ἄχλιουν Αἰτωλ. || Παροιμ. Τὰ λόγιˬα τῶν πολλῶν | κάμνουν τὸν ἄθλιο τρελλὸ Βάρν. || ᾎσμ. Ἄνοιξε, καρδιˬά, τὰ φύλλα νὰ βγῇ ἔξω ἡ ψυχή, δὲ μπορῶ νὰ ὑπομείνω τέτο͜ια ἄθλια ζωή. Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/