ἀθοκούφη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθοκούφη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀθοκούφη ἡ, Κρήτ ἀθ-θοκούφη Ρόδ. ἀθεκούφη Ἰκαρ. ἀσ-σεκούφη ᾽Ικαρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄθος καὶ τοῦ κούφη θηλ. τοῦ ἐπιθ. κοῦφος. ᾿Ιδ. Κορ. Ἄτ. 1,198 καὶ 5,19. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀθρακούφη (κατὰ ΦΚουκουλ. ἐν ᾽Αθηνᾶ. 30 <1919>, Λεξικογρ. ᾽Αρχ. 27 κἑξ. ἐκ τοῦ ἄθος καὶ κύπη).
Σημασιολογία
1) Σποδός, τέφρα Ἰκαρ.: Δὲν ἔχω ἀθεκούφη νὰ πλένω. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄθος. 2) Ὀπὴ τοῦ κλιβάνου, πρὸς ἣν φέρεται ἐξαγομένη ἡ τέφρα Κρήτ. Ρόδ. Συνών. ἀθρακάλη 2, ἀθρακοῦ 2, σταχτολόγος. β) Τὸ παρὰ τὴν ἑστίαν κοίλωμα ἔνθα φέρεται ἡ τέφρα Ἰκαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA