ἄθολος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄθολος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἄθολος ἐπίθ. Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἄθολος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ τεθολωμένος, ὁ διαυγὴς ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Κατρέφτη μ᾽, ἄθολο γυˬαλί, | μὴ φέξῃς ἀλλουνοῦ νὰ δῇ Κρήν. Συνών. ἀθόλωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/