ἀθομαντήλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθομαντήλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀθομαντήλα ἡ, ἀμάρτ. ἀθομαdήλα Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄθος καὶ μαντήλα.
Σημασιολογία
Ὕφασμα, εἰς τὸ ὁποῖον τίθεται ἡ τέφρα κατὰ τὴν πλύσιν τῶν ἐνδυμάτων: Φέρε τὴν ἀθομαdήλα ν᾿ ἀθοbουγαδιˬάσωμε. Συνών. *αθητερὸς 2, ἀθόπαννο, μπουγαδόπαννο, σταχτόπαννο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA