ἀδικοσκοτώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδικοσκοτώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀδικοσκοτώνω πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄδικα καὶ τοῦ ρ. σκοτώνω.
Σημασιολογία
Ἀδίκως φονεύω τινὰ πολλαχ.: ᾊσμ. Γιˬὰ νὰ τὸ μάθ᾽ ὁ βασιλεˬάς, νὰ τὸ γροικήσ᾿ ἡ χώρα, πῶς μ’ ἀδικοσκοτώσετε γιˬά ’να ζευγάρι ρόδα Ρόδ. Τ᾿ ἀσκέριˬα τὰ βασιλικὰ ν᾿ ἀδικοσκοτωθοῦσι Κύθν. Τοῦ Λεοτσάκου τὸ παιδὶ καὶ τοῦ Μοραϊτίνη ἀδικοσκοτωθήκανε μέσ᾽ ᾽ς τὴν ἀγˬιὰ-Εἰρήνη αὐτόθ. Πβ. ἀδικοθανατίζω, ἀδικοπεθαίνω. Μετοχ. ὁ ἄξιος νὰ τύχῃ ἀδίκου θανάτου, συνήθως ἐν ἀραῖς Ἄνδρ. Εὔβ. Κρήτ. Κεφαλλ. Νάξ. Παξ. Πελοπν. (Κυνουρ.) κ.ἀ.: Ἀλλοί, ποῦ νά ᾿ρθῃ τὸ χαbάρι, κακοθάνατε, ἀδικοσκοτωμένε! Νάξ. Διάλε, τὴν κεφαλή σου, ἀδικοσκοτωμἐνε! Κρήτ. ᾿Αιξαφνοθαμμένο κι ἀδικοσκοτωμένο νὰ σὲ δῶ! Κυνουρ.Ποῦ ἐπῆε τὸ ἀδικοσκοτωμένο! (περὶ παιδίου, τὸ ὁποῖον καταρώμενός τις, συνήθως ἡ μήτηρ, ὀνομάζει οὕτω) Κεφαλλ. Πβ. ἀδικοθάνατος, *ἀδικοσκοτωτός, ἀδικοφονεμένος, *ἀδικοφονευτός, κακοθάνατος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA