ἀδικοσκοτωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδικοσκοτωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδικοσκοτωτὸς ἐπίθ. ἀδικοσκοτουτὲ Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀδικοσκοτώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀδίκως φονευθείς. 2) Ὁ ἄξιος νὰ φονευθῇ ἀδίκως, ὃν καταρᾶταί τις νὰ φονευθῇ ἀδίκως: Τὸν ἄδικο σκοτουτέ, τί ἐζᾶτζε τζ’ ἐμποῖτζε! (ποῦ νὰ σκοτωθῇ ἀδίκως, τί ἐπῆγε καὶ ἔκαμε!) Πβ. *ἀδικοθάνατος, ἀδικοσκοτωμένος (ἰδ. αδικοσκοτώνω), *αδικοφονεμένος, *ἀδικοφονευτός, κακοθάνατος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/