ἀγριοπρίναρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοπρίναρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοπρίναρο τό, ἔνιαχ. ἀgριγιˬοπρίναρο Κρήτ. ἀγριοπρέναρο Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. πρινάρι
Σημασιολογία
Οἱ τῶν μᾶλλον χερσαίων μερῶν ἀγριωδέστεροι πρῖνοι ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτιˬα, θέλω νὰ στρώνω στοιβανεˬὲς κι ἀπάνω νὰ πλαγιˬάζω (Ἑλλὰς Ἀμστελοδ. 6, 164). Συνών. ἀγριοπρίνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA