ἄθος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄθος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄθος τό, Κρήτ. Σκῦρ. ἄθ-θος Κάρπ. Μεγίστ. Ρόδ. ἄθ-θους Λυκ. (Λιβύσσ.) ἄτθος Σύμ. ἄτ-τος Σύμ. νάτθος Κάλυμν. ἄθος ὁ, Κρήτ. Κύθηρ. ἄθους Θρᾴκ. (Αἶν.) Σκῦρ. ἄθ-θος Κῶς ἄτθος Σύμ. ἀθὸς Πελοπν. (Μεγαλόπ.) ἀτθὸς Νίσυρ. νάτθος Κάλυμν. Πληθ. ἄθηητα τά, Μεγίστ. ἄτθητα Κάλυμν. ἄτ-τητα Σύμ. ἄθουδες οἱ, Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν οὐσ. ἄθος, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄνθος Πβ. «ἄνθος χαλκοῦ», «ἄνθος ἁλός», «ἄνθος οἴνου» ἐκ τῆς ἐπιπολαζούσης ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας ἀνθώδους τινὸς οὐσίας. ᾿Ιδ. ΠΛορεντζ. ἐν ᾽Αθηνᾶ. 29 (1917) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 157 κἑξ. ΦΚουκουλ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 30 (1919) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 27. (Κατὰ ΣΞανθουδ. Ἐρωτόκρ. 481 συγγενὲς πρὸς τὸ αἴθω, κατὰ δὲ KDieterich Sudl. Spor. 205 ἐκ τοῦ αἶθος ἤ αἰθός).
Σημασιολογία
Σποδός, τέφρα ἔνθ’ ἀν.: Σηκώνω τὸν ἄθο ἀπὸ τὴν παραστιˬὰ Κρήτ. Μάεψε τὸ νάτθο ’ποῦ τὸ φοῦρνο (μάεψε=μάζεψε) Κάλυμν. Βάλε μου κομμάτιν-ν ἄτθο Σύμ. Ὁ κάττης ἐκυλίστηκε ᾿ς τσοὶ ἄθουδες Κρήτ. || Φρ. Ἤρριξέ dου νάτθο ᾿ς τὰ μάτζα (ἐπὶ τοῦ πειρωμένου νὰ ἀπατήσῃ. Πβ. συνών. φρ. τοῦ ’ρριξε στάχτη ᾽ς τὰ μάτιˬα) Κάλυμν. Ἔγινεν ἄθ-θος (ἀπετεφρώθη, κατεστράφη παντελῶς. Πβ. συνων. φρ. ἔγινε ἄζα-ἀζαγιˬά, πάει ἀθάλη) Ρόδ. ᾽Επῆε τὸ σπαρμένο μου ἄθος (κατεστράφη παντελῶς) Κρήτ. Ἄθ-θος! (τὴν λ. ταύτην ὅταν ἀναφωνήσῃ τις τῶν παίδων ἐν τῇ παιδιᾷ κρυπτίνδα, τότε οἱ ἄλλοι πρέπει νὰ κρυβοῦν Πβ. φρ. ἄτ-τητος δά! ἐν λ. *ἄθητος) Μεγίστ. Ἄθος νὰ γίνῃς! (ἀρὰ) Κρήτ. Νὰ μὴν κάνῃ, Θεέ μου, ὅπου καὶ νὰ πάῃ ἡ τσιμιˬά του ἄθος! (νὰ περιπλανᾶται διαρκῶς ἀπὸ τόπου εἰς τόπον. τσιμιˬὰ=ἑστία) αὐτόθ. || Παροιμ. φρ. Δὲν κάνει ἡ παρασθιˬά του ἄθος ποτὲς (ἐπὶ τοῦ μὴ ἔχοντος μόνιμον ἑστίαν, ἀλλὰ διαρκῶς περιπλανωμένου) αὐτόθ. || ᾎσμ. Ὡς εἶν᾽ ἡ πύρινη φωθιˬὰ ’ς τὸν ἄθο κουκλωμένη, ἐτσὰ ᾽ναι κ᾿ ἡ χωστὴ φιλιˬὰ ᾿ς ἐμᾶς τοὺς δυˬὸ δοσμένη αὐτόθ. Πβ. Θυσ. ᾿Αβραὰμ στ. 340 (ἔκδ. Legrand) «Ὤ, τί μυστήριον φρικτόν, ὤ, τί καημὸς καὶ πάθος, | ὅταν μοῦ ποῦσι, τέκνον μου, τὸ πῶς ἐγίνης ἄθος! ». Συνών. ἀθάλη 3, ἀθοκόπη, ἀθοκούφη 1, ἀθοκούφι 1, δροσιˬά, σταχτάρι, στάχτη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA