ἀγριόπριο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριόπριο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριόπριο τό, Λεξ. Βερ. 146.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ ἀγνώστου β΄ συνθετ. Πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογραφ. 10 (1929) 198.

Σημασιολογία

Τὸ βότανον σισύμβριον τὸ πολυκεράτιον (sisymbrium polyceratium) τοῦ γένους τοῦ σισυμβρίου, τῆς τάξεως τῶν σταυρανθῶν (cruciferae), τὸ ἀρχ. ἐρύσιμον (Διοσκορ. 2, 187).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/