ἀγριορίγανη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριορίγανη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγριορίγανη ἡ, ἀγριορίγανος ὁ, ΠΓεννάδ. 733 ἀγρορίγανος Λεξ. Βερ. 145 ἀγριορίγανη ἡ, πολλαχ. ἀγριουρίγα’ Λέσβ. Στερελλ. (Λαμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀγριορίγανος.

Σημασιολογία

Διάφορα εὐώδη φυτὰ τοῦ βουνοῦ ὅμοια πρὸς ὀρίγανον 1) Τῆς τάξεως τῶν χειλανθῶν (labiatae) α) Καλαμίνθη ἡ νεπέτη (calamintha nepeta) ἐνιαχ. β) Ἡδύοσμος ὁ μακρόφυλλος ποικιλία Siberi (menthe longifolia varia Siberi) Κεφαλλ. Συνών. ἀγριόδυˬοσμος 2, δυˬόσμος. γ) Ὀρίγανον τὸ Κρητικὸν (origanum Creticum) ἐνιαχ. δ) Ὀρίγανον ἡ ὀνῆτις (origanum onites) ἐνιαχ. ε) Ὀρίγανον τὸ πράσινον (origanum viride ἢ vulgare) ἐνιαχ. 2) Τὸ φυτὸν λαγοικία ἡ κυμινοειδὴς (lagoecia cuminoides) τῆς τάξεως τῶν σκιαδανθῶν (umbelliferae) Λέσβ. Συνών. ἀγριοκύμινο 1, ἀγριοριγανί, καρδιόχορτο, λαγοκύμινο. Πβ. ἀγριοβασιλικός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/