ἀγριορραδίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριορραδίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριορραδίκι τό, πολλαχ. ἀγριουρραδί’ Λέσβ. ἀγριορροδίκι Κίμωλ. ἀγριορράδικο πολλαχ. ἀγρορρόδικο Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. ραδίκι.

Σημασιολογία

Ἀγριολαχανικὰ τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) διαφόρων γενῶν, ὅμοια πρὸς ραδίκια 1) Θρίγκιον τὸ κονδυλόρριζον (thrincia tuberosa), ἡ τοῦ Διοσκορ. (2, 160) κονδρίλλη καὶ σέρις ἐνιαχ. 2) Χόνδρυλλα ἡ πολύκλαδος (chondrylla ramosissima) Λεξ. Βερ 149. 3) Κρηπὶς ἡ ἀτημελὴς (crepis neglecta), ζιζάνιον τῶν ἀγρῶν Ζάκ. Πβ. ἀγριοβύζι, ἀγριομαρούλι, γαλατσίδα, πικραλίδα, χελωνόχορτο. 4) Κιχώριον τὸ ἐντενὲς (cichorium divaricatum) Λέσβ. Συνών. ραδίκι. 5) Τὸ ραδίκι τοῦ βουνοῦ, ἤτοι κιχώριον τὸ ἐντετμημένον (cichorium intibus) ἐν ἀντιθέσει. πρὸς τὸ κηπευόμενον, τὸ τῶν ἀρχ. κιχώρυον ἐνιαχ. Συνών. ἀγριοπικραλίδα, κιχώρι, παππαδουλεά, πίκρα, πικραλίδα, πικρομάρουλο, πικρορράδικο. β) Πᾶν μέγα καὶ ἁδρὸν καὶ χνουδωτὸν ραδίκι ἐνιαχ. Πβ. ἀγριόχορτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/