ἀθρακοβολιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθρακοβολιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀθρακοβολιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ᾿θρακοβολιˬὰ Πελοπν. (Καλάβρυτ. Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀθρακοβόλι. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 242 κἑξ.
Σημασιολογία
Ἀθρακόβολη, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Βάλε ᾿θρακοβολιˬὰ νὰ ψήσουμε τὴ μπουγάτσα Καλάβρυτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA