ἀγριορρίζαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριορρίζαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριορρίζαρο τό, ἀγριορριζάρι ΘΧελδράιχ 44 Φιλολογ. Τηλέγρ. 1819, 55 ἀρκολλιζάρι Κύπρ. ἀγριορρίζαρο πολλαχ. ἀγριουρρίζαρου Θεσσ. Μακεδ. (Βέρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. ριζάρι.

Σημασιολογία

Διάφορα ἀγριόχορτα ὅμοια πρὸς τὸ ἐρυθρόδανον καὶ τῆς αὐτῆς τάξεως τῶν ἐρυθροδανωδῶν (rubiaceae) 1) Ἐρυθρόδανον τὸ ἐξωτικὸν (rubia peregrina) ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀγριοβαφὴ 2. β) Ἐρυθρόδανον τὸ Ὀλιβιέρειον (rubia Olivieri) ἔνθ’ ἀν. Συνών. ριζάρι. 2) Πουτορία ἡ Καλαβρικὴ (putoria Calabrica) Κέρκ. Συνών. ἀγριλίτσα. 3) Γάλιον τὸ γνήσιον (galium verum), τὸ πηγνύον τὸ γάλα ὡς ἡ πυτία καὶ ἄλλα εἴδη γαλίου Θεσσ. (Λάρισ.) Μακεδ. Κέρκ. Πβ. ἀγριομπογιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/