ἄγριος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγριος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄγριος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) ἄγριγιˬος Κρήτ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἄgριγιˬος Κρήτ. ἄγριους βόρ. ἰδιώμ. ἄγριγιˬους Λέσβ. ἄγιργιˬους Σαμοθρ. ἄγιιγιˬους Θρᾴκ. (Καλλίπ.) Σαμοθρ. ἄγιˬους Λέσβ. (Τελών.) ἄγρöς Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ) ἄγρες Πόντ. (Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄγρος Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄγρους Θεσσ. Λέσβ. Μακεδ. (Καστορ. Μελέν. κ.ἀ.) ἄρε Τσακων. ἄρκος Κύπρ. ἄργιˬος Καππ. ἄεργιˬος Μεγίστ. ἄαργιˬους Λυκ. (Λιβύσσ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄγριος. Ὁ τύπ. ἄgριγιος ὀφείλεται ἴσως εἰς τὴν ἐπίδρασιν τοῦ ρ. ἀgρίζω, δι’ ὃ ἰδ. ἄγγρίζω. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 434 Ἐν τῷ τύπ. ἄρκος ἄπεβλήθη τὸ γ διὰ τὸ δυσεκφώνητον. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 26 (1914) Λεξικογρ. Ἀρχ. 54 Διὰ τὸν τύπ. ἄγιιγιˬους πβ. AHeisenberg ἐν Ἀφιερ. εἰς ΓΧατζιδ. 97 καὶ ἈνθΠαπαδοπ. Γραμμ. βορ. ἰδιωμ. 29 Τὸ ἄργιος προῆλθεν ἴσως κατὰ μετάθεσιν ἐκ τοῦ ἄγριος.
Σημασιολογία
Α) Ἐπὶ ἐμψύχων 1) Ὁ ἐν τοῖς ἀγροῖς ζῶν, ἀνήμερος ἐπὶ ζῴων χοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἄγρια θεριˬά, ἄγρια πουλλιˬά, ἄγριος χοῖρος κοιν. Ἄγρου πιριστέρ’ Μακεδ. Ἄρκον γεράκιν Κύπρ. Ἄγρα θερία (ἄγρια θηρία) Τσακων. Ἄγιιγιˬα ζουάπιˬα (ἄγρια θηρία) Καλλίπ. || Παροιμ. Ἦρθαν τ’ ἄγρια νὰ διώξουν τὰ ἥμερα (ὁμοία πρὸς τὴν ἀρχ. «ὁ ἔπηλυς τὸν ἔνοικον» ἐπὶ τῶν ἀντιποιουμένων δικαιώματα ἀνήκοντα εἰς ἄλλους) κοιν. Τ᾽ ἄγρ τὰ μουχτερὰ τὰ σόν ἡμερών’νε (ἐπὶ ἀλαζόνος ὑπὸ τῆς δυστυχίας ταπεινουμένου) Χαλδ. || ᾎσμ. Νὰ ζήσῃς χρόνους ἱκατο', ν’ ἀσπρίσῃς, νὰ γιράσῃς, νὰ γένῃς ’σὰν τοὺν Ἔλυμπου, ’σὰν τ’ ἄγρου πιριστέρι Μακεδ. Πβ. τὰ ἀρχ. ἄγριος βοῦς-σῦς, ἄγρια ὀρνίθια κλπ. Ἀντίθ. ἥμερος. 2) Ὁ ἀγριαίνων, ὁ ἀτίθασος, ὁ δυσήνιος κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνεπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Φοράδα ἄγρια. Γαϊδούρι ἄγριο κοιν. Τράος ἄgριγιˬος (τράος=τράγος) Κρήτ. Αἶγα ἄgριγη αὐτόθ. Σέβου μή σε ρίξῃ τὸ μουλάρι, γιατί ᾽ναι ἄγριγιο (σέβου=πρόσεχε) αὐτόθ. Ἧσαν ἄρκα τὰ βούδκια καὶ τοῦ ἐφύασιν (ἔφυγον) Κύπρ. Ἄγρον μουλάριν ἔν᾽ ἀβοῦτο (τοῦτο) Κερασ. Τὸ κυλλί σ᾿ πολλ’ ἄγρöν ἔν᾽ Κοτύωρ. Ἀντίθ. ἥμερος. 3) Ὁ ἀνήκων εἰς ἀγρίαν φυλὴν κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνεπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Τὸν ἔφαγαν οἱ ἄγριοι κοιν. β) Ὅμοιος ἀγρίῳ ἀνθρώπῳ, φοβερὸς τὴν μορφήν, δυσειδὴς κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Τί ἄγριος ἄνθρωπος εἶναι! φοβᾶσαι νὰ τὸν βλέπῃς! κοιν. Ντ’ ἄγρος ἄθρωπος ἔν᾿! Χαλδ. Πβ. ἀγριάνθρωπος. γ) Ὠμός, χαλεπός, σκληρὸς κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Μωρέ, αὐτὸς ὁ δάσκαλος εἶναι πολὺ ἄγριος, χτυπᾷ ἀλύπητα τὰ παιδιὰ κοιν. Ἄγριος κι ἀνημέρευτος Κερασ. || ᾎσμ. Ἄπιστε, πῶς ἐπείστηκες, κι ἄγριε, πῶς ἡμερώθης καί, κάστρο ἀπαράδοτο, καὶ πῶς ἐπαραδόθης; (μοιρολ.) Πελοπν. (Λακων.) Ἀντίθ. ἥμερος, πρᾶος. δ) Βάρβαρος, ἀγροῖκος, ἀπολίτιστος κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Δὲν ξέρει νὰ φερθῇ διόλου, εἶναι ἄγριος, θαρεῖς πῶς κατέβηκε ἀπὸ τὸ βουνὸ πολλαχ. ε) Δυσπρόσιτος ἀκοινώνητος πολλαχ.: Εἶναι ἄγριος σὰν ἀγρίμι, φοβᾶται νὰ δῇ ἄνθρωπο. Β) Ἐπὶ ἀψύχων 1) Ὁ μὴ καλλιεργούμενος, ὁ αὐτοφυής, ἐπὶ δένδρων καὶ φυτῶν κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἄγρια ἀπιδεὰ-ἐλα͜ιὰ-μηλεˬὰ-συκεˬά. Ἄγρια χόρτα, ἄγρια ραδίκια κοιν. Ἄγριγια λάχανα Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Γαλην. 6, 619 (ἔκδ. CKühn) «ἄγρια καλεῖν εἰώθασι πάντες ἄνθρωποι φυτὰ τὰ κατὰ τὴν χώραν φυόμενα χωρὶς ἐπιμελείας γεωργικῆς». Πβ. ἔτι «ἀγρία ἐλαία, ἀγρία συκῆ» κτλ. Ἀντίθ. ἥμερος. 2) Ὁ ἀνήκων εἰς δένδρον μὴ ἐξημερωθὲν διὰ τῆς καλλιεργείας, ἐπὶ καρποῦ κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἄγρια ἀχλάδιˬα - μῆλα - σῦκα κοιν. || ᾎσμ. Ἔτρωγεν μοῦτ-τες τῶν δεντρῶν, ἄρκους καρποὺς καὶ χόρτα, ἔτσι την κατεδίκασεν ἡ μαύρη της ἡ σόρτα (σόρτα=τύχη) Κύπρ. Πβ. καὶ ἀρχ. «ἄγρια σῦκα» κτλ. 3) Ὁ ἄωρος, ὁ μὴ ὡριμάσας Θεσσ. (Πορταρ.) κ.ἀ. 4) Ἀγεώργητος, χέρσος, τραχὺς καὶ ἔρημος κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἄγριος τόπος (πβ. ἀγριότοπος). Ἄγρια βουνὰ κοιν. Ἄγριο χωράφι Σέριφ. κ.ἀ. Ἄρκον λιβάδιν Κύπρ. Τὸ νησί ἤτανε ἄγριο, δὲν ἤτανε καλλιεργισμένο Κίμωλ. Οὑ δρόμους π᾿ θέλαν νὰ πάριν ἦταν ἄγριους (νὰ πάριν=νὰ πορευθοῦν) Λέσβ. Ἐπῆρε τ’ ἄγρια (ἐνν. μέρη) Σύμ. || Φρ. ’Σ τ’ ἄγρια νά ’ναι καὶ μακρινὰ βουνὰ (λέγεται ὅταν τις ἀναφέρῃ τὸ πένθος καὶ τὴν δυστυχίαν ἄλλου. Ἐξορκ.) Ζάκ. ’Σ τ’ ἄγρια βουνὰ καὶ ’ς τ’ ἄκαρπα τὰ δέντρα (ὅταν πίπτῃ χάλαζα. Ἐξορκ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ὁ πόνε ντι νὰ ζάῃ οὺρ ἄγρου ίνου (ὁ πόνος σου νὰ πάῃ εἰς τὰ ἄγρια βουνά. Ἐξορκ.) Τσακων. || ᾎσμ. Στροῦγκες, καὶ ποῦ ’ν’ τ᾽ ἀρνάκια σας καὶ ποῦ ’ν’ τὰ πρόβατά σας; -Οἱ κλέφτες μᾶς τὰ πήρανε κ’ εἰς τ’ ἄγρια τὰ πάνε Πελοπν. 5) Σκληρός, τραχὺς πολλαχ.: Ἄγριο ξύλο. Ἄγρια κάρβουνα (τὰ ἐξ ἀγρίων, σκληρῶν ξύλων παραγόμενα) πολλαχ. Ἄγριου λ’θάρ’ Ἤπ. Ἄγριου ροῦχου αὐτόθ. Ἄγριο πρᾶμα (τὸ ἀνώμαλον ἔχον ἐπιφάνειαν) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἀντίθ. ἥμέρος. 6) Ἄγευστος, ἐπὶ οἴνου, ἐλαίου κττ. Ἄγριο κρασὶ (στυφὸν) ἐνιαχ. Ἄγριο λάδι Τῆν. 7) Ὁ ἐμπνέων ταραχήν, φόβον, ὁ διεγείρων συναίσθημα φόβου κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνεπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἄγριο κοίταγμα-μάτι-πρόσωπο κτλ. Τὸν κοιτάζω μὲ ἄγριο μάτι (πβ. Σοφοκλ. Ἀντιγ. 1231 «ἀγρίοις ὄσσοισι παπτήνας ὁ παῖς»). Τὸν παίρνω μὲ τὸ ἄγριο. Ἄγρια θάλασσα (πβ. τὸ παρὰ Πολυδ. 9, 32 «κακίζων... τελώνην εἴποις ἄν... θαλάττης ἀγριώτερος»). Ἄγρια κύματα. Ἄγριος καιρὸς (πβ. ἀγριόκαιρος). Ἄγριος ἀέρας κοιν. Ἀπ’ τ’ ἄγρια μισάνυχτα ξυπνᾷ (ἀπὸ τὸ μεσονύκτιον, ὅτε εἶναι ἡ μεγίστη ἔντασις τοῦ σκοτους ἡ φόβον ἐμπνέουσα.) Μακεδ. Τ᾿ ἄγρ τοῦ μεσανύχτου Κερασ. || Φρ. Βλέπω μὲ τὸ ἄγριο (ἐνν. μάτι=ἀγρίως, βλοσυρῶς. Πβ. τὸ ἀρχ. «ἄγριον βλέπειν») πολλαχ. Μὲ τὸ ἄγριγιο τοῦ μίλησε (βαναύσως) Κρήτ. Μὲ τὸ ἄgριγιο μὲ λαλεῖ (βαναύσως φέρεται πρὸς ἐμὲ) αὐτόθ. || Γνωμ. Ἄγριγη ταχινή, ἥμερη μέρα (ὅταν ἡ πρωία εἶναι ἀγρία, τὸ λοιπὸν τῆς ἡμέρας εἶναι ἥμερον, εὔδιον) Κρήτ. Ἥμερη ταχινή, ἄγριγη μέρα (ἀντίθ. τοῦ προηγουμένου) αὐτόθ. Ἄγρια πωρναρεˬά, καθάρε͜ια μέρα (πωρναρεˬὰ=πρωϊνὴ) Κάρπ. Ἄεργιον πωρνόν, καθάρε͜ια μέρα Μεγίστ. Ἄγιρζα πωρνεσινή, καθάρζα μέρα Κάλυμν. Μὲ τὸ μαλακὸ τὰ βόιδα καὶ μὲ τ’ ἄγριο τ᾿ ἄλογα (μέ ἤπιον τρόπον μεταχειρίζονται κτλ.) Πελοπν. (Δημητσάν.) 8) Ὑπερβολικός, ἰσχυρὸς σύνηθ.: Ἀγρία πεῖνα (πβ. ἀρχ. «χαλεπὸς καὶ ἄγριος λιμός.). Ἄγριοι πόνοι. Ἄγρια ἀρρώστια (πβ. τὰ ἀρχ. «νόσος ἀγρία, ἄγριον ἕλκος, ἄγρια τραύματα.). Ἄγρια πάθη (ἄσβεστον μῖσος). Ἄγρια παράπονα. Ἄγριες φωνές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA