ἀγριοσέσκουλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοσέσκουλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριοσέσκουλο τό, πολλαχ. ἀγριουσέσκουλου Θεσσ. ἀγριόσευκλο ΠΓεννάδ. 957 ἀγριοσεῦκλο Ζάκ. ἀγριοσεύκουλο Ἰων. (Κρήν.) ἀγριοφέσκουλο Κύθν. ἀγροσεύτελον Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. σέσκουλο.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἀγριολαχανικὸν τεῦτλον τὸ παράλιον (beta maritima) ἢ τεῦτλον τὸ κοινὸν (beta vulgaris) τοῦ γένους τοῦ τεύτλου (beta) τῆς τάξεως τῶν χηνοποδιωδῶν (chenopodiaceae). Συνών. ἀγριολάμποτο. 2) Τὸ ἀγριολαχανικὸν λάπαθον τὸ ἀκανθῶδες (rumex spinosus) τῆς τάξεως τῶν πολυγονωδῶν (polygonaceae) Ζάκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/