ἀθρουβάλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθρουβάλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀθρουβάλιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀθραβάλιστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *θρουβαλιστὸς<θρουβαλίζω, παρ’ ὃ καὶ θραβαλίζω.
Σημασιολογία
Ἀθρυμμάτιστος, ὁ μὴ μεταβληθεὶς εἰς θρύμματα. Συνών. ἀθρούλιστος, ἄθρυφτος. Πβ. ἀθρυμμούλλιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA