ἀδίπλωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδίπλωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδίπλωτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀδίπλουτους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. διπλωτὸς<διπλώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ διπλωθεὶς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀδίπλωτα ροῦχα-σεντόνιˬα κττ. σύνηθ. Ἔχω τὰ σκουτιˬὰ ἀδίπλωτα καὶ πάω νὰ τὰ διπλώσω Παξ. Ἀδίπλουτου πάπλουμα Αἰτωλ. Στρώματα ἀδίπλωτα Χαλδ. 2) Ὁ μὴ καλλιεργηθείς, ἐπὶ ἀγροῦ Πόντ. (Κερασ.) Χίος: Ἀδίπλωτον χωράφιν Κερασ. Πβ. ἀδευτέριστος, ἀδευτέρωτος 1 β, ἀδιάβαστος Α 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/