ἀδόκητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδόκητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδόκητος ἐπίθ. Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. ἀδό’τους Ἤπ. (Χουλιαρ.) Θεσσ. (Μὴλ.) Μακεδ. (Σισάν.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀδόκητος.
Σημασιολογία
1) Ἀπροσδόκητος, ἀνέλπιστος Ἤπ. Θεσσ. (Μηλ.) Μακεδ. (Σισάν.): Αὐτὸ τοὺ πρᾶμα ἦdαν ἀδό’του Μηλ. Συνών. ἀκαρτέρητος, ἀναπάντεχος, ἀνέλπιστος, ξαφνικός. 2) Ἄφροντις, ἀμέριμνος Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Συνών. ξένο͜ιαστος 3) Ἀστόχαστος, ἀνόητος Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.): Εἶσι ἀδόκ’τους Χουλιαρ. Πιδὶ ἀδό’του αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA