ἄκοπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄκοπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄκοπα ἐπίρρ. (ΙΙ) Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάστ. Μάν.) -Λεξ. Περίδ ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 34 ἀνέκοπα Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκοπος (ΙΙ).
Σημασιολογία
᾿Ακόπως, ἄνευ κόπου ἔνθ’ ἀν.: Τρώει τὸ ψωμὶ ἄκοπα Κρήτ. Τά καζάdισε τά λεφτὰ ἀνέκοπα Μάν. Ἄκοπα ἐκαζάντισα Καλάβρυτ. Κρεμάστηκε ἀπάνου σου γιὰ νὰ μπορῇ νὰ σὲ πνίξῃ πεˬˬὸ ἄκοπα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. || Παροιμ. φρ. Τρώει ἄκοπα ταὶ βκάλ-λει ᾿πόκοφτα (ἀποπατεῖ ἀμέτρητα. Ἐπὶ ὀκνηροῦ) Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA