ἀγριοσκάρφι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοσκάρφι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοσκάρφι τὸ, ΘΧελδράιχ 47
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἂγριος καὶ τοῦ οὐσ. σκαρφί
Σημασιολογία
Ἂγρια φυτὰ τοῦ γἐνους τῆς κονύζης, τῆς τἀξεως τῶν συνθέτων (compositae) 1) κόνυζα ὁ όφθαλμός τοῦ Χριστοῦ (inula oculus Christi). 2) Kόνυζα ἡ εὑώδης (inula pulicaria odora)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA