ἀγριόσκιλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριόσκιλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγριόσκιλλα ἡ, ἐνιαχ. ἀγριοσκίλλα Λεξ. Βερ. 138 ἀγριασκέλλα Θήρ. ἀγρόσκιλλα ἀγν. τόπ. ἀρκόιλ-λα Κύπρ. ἀβρόιλ-λα Κύπρ. ἀρκόιλ-λος ὁ, Κύπρ. ἀβρόιλ-λος Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. σκίλλα. Ὁ τύπ. ἀγρόσκιλλα καὶ παρὰ Δουκ. Διὰ τὴν μεταβολὴν τοῦ γένους τοῦ ἀρκόιλ-λος καὶ ἀβρόιλ-λος πβ. ΣΜενάρδ. ἐν Ἀθηνᾷ 41 (1929) 47 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν ὀρνιθόγαλον τὸ Ναρβωνικὸν (ornithogalum Narbonense) καὶ ὀρνιθόγαλον τὸ Πυρηναϊκὸν (ornithogalum Pyrenaicum) τῆς τάξεως τῶν λειριωδῶν (liliaceae) ὅμοια πρὸς σκίλλαν ἢ ἀσφόδελον ἐνιαχ. 2) Σκίλλα ἡ παράλιος (scilla maritima), τῆς ὁποίας ὁ βολβὸς χρησιμοποιεῖται πρὸς ἴασιν τῶν πληγῶν Κύπρ. Συνών. ἁγιβασιλίτσα 2, βασιλίτσα, σκιλλοκρομμύδα. 3) Ὁ ἀσφόδελος Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/