ἀγριόσκυλλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριόσκυλλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριόσκυλλος ὁ, κοιν. ἀgριγιόσκυλλος Κρήτ. ἀγριότουλλος Μέγαρ. ἀγρόσκυλλος Λεξ. Περίδ. ἀρκόυλλος Κύπρ. ἀgρόυḍḍο Καλαβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. σκύλλος, παρ᾿ ὃ καὶ τσούλλος. Διὰ τὸ α΄ συνθετ. τοῦ τύπ. ἀγρόσκυλλος πβ. ἄγρος παρὰ τὸ ἄγριος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐν τοῖς ἀγροῖς καὶ τοῖς δάσεσι διαιτώμενος κύων Καλαβρ. 2) Ὁ ἀγριαίνων, ὁ μὴ τιθασὸς κύων κοιν. 3) Λύκος Μέγαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA