ἀθώρητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθώρητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀθώρητος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Καππ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.) ἀθώρετος Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *θωρητὸς<θωρῶ. Ὁ τύπ. ἀθώρετος καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ συχνάκις ὁρώμενος, ἀθέατος ἔνθ’ ἀν.: Ἀθώρητος, κουμπάρε, ἔει ἕναν μῆναν νὰ σὲ δοῦμεν! Κύπρ. Ντ’ ἔεντσ’; ἀθώρετος ἐέντσ’ (=τί ἀπέγινες; ἔγινες ἀθέατος) Τραπ. || Παροιμ. Ψάριν ἀθώρητον, ᾿ς τὴν θάλασσαν πουλε͜ιέται (ἐπὶ ἀβεβαίου καὶ ἀπραγματοποιήτου) Κύπρ. Συνών. ἄθωρος (Ι). β) Ἀπόκρυφος Πελοπν. (Λακων.): Ἀπόμερο κιˬ ἀθώρητο παραπόρτι. γ) Ἀνεπίβλεπτος, ἀπεριποίητος Καππ. ᾎσμ. Τὰ χτήνιˬα μ᾽ ἀνάλμεχτα, τὰ πρόβατά μ᾿ ἀθώρητα. ΙΙ) Ὁ μεταβαλὼν θωριάν, ἤτοι ὄψιν, χρῶμα, κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ἄθωρος (ΙΙ) Πόντ. (Τραπ.): ’Εγρίεψεν κιˬ ἀθώρετος ἐγέντον (ἔλαβε στάσιν ἀγρίαν καὶ μετέβαλε τὴν ὄψιν του). Πβ. ἄθωρος (ΙΙ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/