ἄθωρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄθωρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄθωρος ἐπίθ. (ΙΙ) Βιθυν. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Σύμ. κ.ἀ. ἄθουρους Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. θωριˬά.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων ἠλλοιωμένον καὶ ἀσθενὲς χρῶμα ἢ ὄψιν, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων ἔνθ’ ἀν: Ἡ ὄψι σου εἶναι ἄθωρη σήμερα Βιθυν. Πολὺ ἄθωρο εἶναι τὸ φέσι σου αὐτόθ. Πβ. ἀθώρητος ΙΙ ξέθωρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA