ἀθῳώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθῳώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀθῳώνω λόγ. σύνηθ. ἀθώνω Πελοπν. (Λακων.) ἀθιˬώνου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀνθώνω Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κόρινθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀθῳῶ.
Σημασιολογία
Ἀπαλλάττω τινὰ ἐνοχῆς, θεωρῶ τινα ἀθῷον ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸν ἀθῴωσε ὁ δικαστὴς λόγ. σύνηθ. Γιˬὰ νὰ τὸν ἀνθώσῃ πῆγε καὶ βρῆκε τὸ δικαστὴ Κόρινθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA