ἀγριοσυκεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοσυκεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀγριοσυκεˬὰ ἡ, πολλαχ. ἀgριγιοσυκεˬὰ Κρήτ. ἀgριγιο’κεὰ Κρήτ. ἀγριο’κεὰ Ἤπ. ἀγρια’κεˬὰ Ἤπ. ἀγριοσουκέˬα Πελοπν. (Λεῦκτρ) ἀγριοσουκεˬὰ Πελοπν. (Μάν.) ἀgροσουτσία Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀρκοσυτεˬὰ Κύπρ. ἀγριουσυκεˬὰ Θρᾴκ. ἀγριουσ’κεˬὰ Σκόπ. ἀγροσυντζὰ Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀγριοσυκῆ. Ὁ μετασχηματισμὸς κατὰ τὰ εἰς -εˬὰ ὀν. φυτῶν. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀγρία μορφὴ συκῆς τῆς κοινῆς ἢ Καρικῆς (ficus Carica) πολλαχ. β) Ὁ ἐρινεὸς πολλαχ. 2) Ὀπουντία ἢ Ἰνδικὴ συκῆ (Opuntia ficus Indica) τῆς τάξεως τῶν κακτωδῶν (cactaceae), ἡ τοῦ Θεοφρ. (Ἱστορ. φυτ. 1, 11, 2) συκῆ Αἰγυπτία πολλαχ. Συνών. ἀχναροσυκεˬά, μπαρμπαροσυκεˬά, μωροσυκεˬά, παπουτσοσυκεˬὰ, φραγκοσυκεˬά. 3) Εἶδος χόρτου μὲ τὰ φύλλα ὅμοια πρὸς τὰ τῆς συκῆς καὶ συνανθήσεις ὑπομελαίνας καὶ κυανωπὰς Κῶς κ.ἀ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀγριοσυκεˬὰ Ἄνδρ. κ.ἀ. Ἀγριουσ’κεˬὰ Στερελλ. (Ἀκαρν.) Ἀgροσουτσία Καλαβρ. (Μπόβ.) Ἀρκοσυκεˬὲς Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA