ἀκοροΐδευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκοροΐδευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκοροΐδευτος ἐπίθ. ’Αθῆν. κ. ἀ. -Λεξ. Μ.᾽Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κοροϊδευτός<κοροϊδεύω.

Σημασιολογία

᾿Αχλεύαστος. Συνών. ἀπεριγέλαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/