ἀγριοτόπι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοτόπι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοτόπι τό, Κάρπ. ἀγροτόπ᾿ Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. τόπι, ὃ ἐκ τοῦ μεσν. τόπιον. Πβ. καὶ ἀγριοτόπιν ἐν ἐγγράφῳ Ἀμοργ. τοῦ 1533. Διὰ τὸ β΄ συνθετ. πβ. καὶ κατατόπι.
Σημασιολογία
1) Περιωρισμένος καὶ ἀποχερσωμένος τόπος ἔνθ’ ἀν. 2) Τόπος ἄγριος, τόπος ἔρημος ἐμπνέων φόβον Πόντ. (Χαλδ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀγριοτόπι Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA