ἀγριοτσεράμιδον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοτσεράμιδον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριοτσεράμιδον τό, ἀμάρτ. ἀρκοτεράμιδον Κύπρ. ’βροτεράμιδον Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ ἀγνώστου β΄ συνθετ. Κατὰ ΒΦάβην, ἐν Ἀφιερ. εἰς ΓΧατζιδ. 119 ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. χιμαρίδι ὡς β΄ συνθετ.

Σημασιολογία

Τὸ ἄγριον αἰγίδιον: ᾎσμ. Νὰ φάῃ ἅρδυν τοῦ λαοῦ, νὰ φά’ ὀφτὸν περτίτσιν, νὰ φά’ ἀρκοτεράμιδον ποῦ τών’ ἀντρειωμένοι. (ἄρδυν=ἐκλεκτὸν μέρος ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/