ἀιδάνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀιδάνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀιδάνι τό, Ἀμοργ. Ἄνδρ. Θήρ. Νάξ. (Κορων.) Πάρ. Σέριφ. Σίκιν. Σῦρ. Φολέγ. ἀδάνι Ἀμοργ. Κρήτ. Χίος ἀιδόνι Θήρ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἴσως ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἐδάνη. Κατὰ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 4 (1892) 471 ἐκ τοῦ ἐθνικοῦ Ἀδάνιον, ὃ ἐκ τοῦ τοπων. Ἄδανα.
Σημασιολογία
Εἶδος σταφυλῆς συνήθως λευκόν, σπανιώτερον μέλαν, ὡριμάζον κατὰ τὰ μέσα Ἰουλίου, καὶ ἕτερον πρασινωπὸν ὡριμάζον κατὰ Σεπτέμβριον. Συνών. μαυράιδανο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA