ἀκουβέντιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκουβέντιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκουβέντιˬαστος ἐπίθ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) ἀκουβέδιˬαστος Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κουβεντιˬαστὸς<κουβεντιˬάζω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος περὶ τοῦ ὁποίου δὲν κουβεντιάζουν, δὲν ὁμιλοῦν συνήθως ὁ περὶ οὗ δὲν διεδόθη κακὸς λόγος, κακὴ φήμη ἔνθ’ ἀν. : Κόρη ἀκουβέντιˬαστη ᾿Αρκαδ. Συνών. ἀκουτσομπόλευτος, ἀκουτσομπόλιˬαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA