ἀκουγιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκουγιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκουγιˬάρις ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.) ἀκουριν τό, Πόντ. (Κερασ.) ἀκουρ’ Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀκοὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬάρις.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐξ ἀκοῆς γνωρίζων: ᾽Ακουγιˬάρις εἶμαι. 2) Τὸ οὐδ. οὐσ., ἀκοή: ᾿Απ᾿ ἀκουριν ἔχ᾽ ἀτο (τὸ ἔχω ἐξ ἀκοῆς). β) Θρύλημα ἐπὶ κακῷ, κακὴ φήμη: ’Σ σὸν κόσμον ἀκουγιˬάριν ἐγένουσουν (πανταχοῦ κακὰ περὶ σοῦ θρυλοῦνται). Πβ. ἀκοὴ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA