ἀιδάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀιδάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀιδάρι τό, ἀμάρτ. ἀιδάρ’ Μύκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ 'Ενετ. aidar.
Σημασιολογία
Ἀιδάρισι, ὃ ἰδ.: Νά ’χω ἀιδάρ’, τραγουδῶ καλὰ (ἂν ἔχω βοήθειαν ἐν τῷ ᾷσματι, ᾄδω ἐπιτυχῶς).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA