ἀιδαρισιˬοὺ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀιδαρισιˬοὺ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀιδαρισιˬοὺ ἡ, ἀμάρτ. ἀδιˬαρ’σιˬοὺ Μύκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀιδάρισι. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. GΜeyer Neugr. Stud. 4,3.
Σημασιολογία
Ἀιδάρισι, ὅ ἰδ.: Νά ’χω ἀδιˬαρισιˬού, τραγουδῶ καλά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA