ἀκούδιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκούδιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκούδιστoς ἐπίθ. Πόντ.(Κερασ.) ἀκούδιχτος Πόντ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κουδιστὸς<κουδίζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐγγισθεὶς ὑπὸ ράμφους τῶν πτηνῶν, ἀκέντητος, ἐπὶ τροφῶν. 2) ᾿Ανενόχλητος, ἐπὶ παιδίων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/