ἀιδαριστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀιδαριστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀιδαριστὴς ὁ, Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀιδαρίζω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀιδάρω.

Σημασιολογία

Βοηθὸς εἰς ἐργασίαν τινὰ ἔνθ’ ἀν.: Ἕνα ἀιδαριστὴ εἶχα χτὲς ’ς τὴ δουλε͜ιά μου Ἀπύρανθ. Πρέπει νὰ ’βρω δυˬὸ τρεῖς ἀιδαριστᾶδες γιˬὰ τὴ δουλε͜ιὰ ποῦ ξέρεις αὐτόθ. Αὔριο θὰ πάρω μιˬὰν ἀιδαρίστρα γιˬὰ τὴν πλύσι αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/